- τεχνάσματος
- τέχνασμαanything madeneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιτέχνησις — ἀντιτέχνησις, η (Α) χρησιμοποίηση τεχνάσματος εναντίον άλλου τεχνάσματος … Dictionary of Greek
αντιτέχνασμα — το τέχνασμα που χρησιμοποιείται εναντίον άλλου τεχνάσματος … Dictionary of Greek
κλιμακισμός — κλιμακισμός, ὁ (Α) [κλιμακίζω] είδος τεχνάσματος στην πάλη, η κλίμαξ* … Dictionary of Greek
χρωματικός — ή, ό / χρωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [χρῶμα, ατος] 1. (για ύφος λόγου) στολισμένος, διανθισμένος 2. μουσ. αυτός που έχει συντεθεί έτσι ώστε να αποκτά χρώμα η μελωδία νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρώματα («χρωματικός συνδυασμός») 2. το… … Dictionary of Greek
Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… … Dictionary of Greek
Ιλίου πέρσις — Επικό ποίημα. Η πατρότητά του αποδίδεται στον ποιητή Αρκτίνο τον Μιλήσιο (ή Κορίνθιο κατά τον Αθήναιο). Η υπόθεσή του αφορούσε την άλωση της Τροίας. Συγκεκριμένα, όταν οι Αχαιοί αποχώρησαν από την τρωική παραλία στην Τένεδο, οι Τρώες πήγαν στο… … Dictionary of Greek